παντάγαθος

Revision as of 14:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰγ], ον,    A wholly good, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 462] zu Allem gut, für Alles heilsam, Kräuter u. dgl., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντάγαθος: ὁ, ὅλως ἀγαθός, Ἐκκλ.˙ - παντάγαθον, τό, καλὸν διὰ πάντα, ἐπὶ ἐμπλάστρου τινός, Γαλην. 13. 734 (τὰ Ἀντίγραφα -αγάθιον).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αγαθός σε όλα, πανάγαθος
αρχ.
ωφέλιμος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἀγαθός.