παχύνοος
English (LSJ)
ον, contr. παχύνους, ουν, A thick-witted, Hsch., Phot. (-νοοὶ and -νοες).
German (Pape)
[Seite 539] zsgzgn παχύνο υς, = παχυκάρδιος, dickes, träges Geistes, VLL. erkl. ἀνόητος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχύνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ παχὺν νοῦν ἔχων, ἀνόητος, Ἡσύχ., Φώτ.