περίσαρκος

Revision as of 16:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A surrounded with flesh, fleshy, Arist.Phgn. 809b7 (Comp.), Adam.2.2 (Comp.) : Com. metaph., φωνάριον π. Clearch.Com.2(cj.for -σαργ-).

German (Pape)

[Seite 590] mit Fleisch umgeben, fleischig; Arist. physiogn. 5, 5; Adamant. physiogn. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

περίσαρκος: -ον, πολύσαρκος, Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 5, Ἀδαμαντ. 2. 1· ― κωμ. μεταφορ., φωνάριον π. Κλέαρχος ἐν «Κιθαρωδῷ» 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά-σαρκος, κατά-σαρκος].

Russian (Dvoretsky)

περίσαρκος: очень мясистый (ἰσχία Arst.).