ποδηγέτης

Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A leader, guide, Lyc.385, D.C.40.25(pl.).

German (Pape)

[Seite 643] ὁ, wie ποδηγός, Führer, Wegweiser, Anführer, Sp., wie D. Cass. 40, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγέτης: -ου, ὁ, ὡς τὸ ποδηγός, ὁδηγός, Λυκόφρ. 385.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που ποδηγετεί, που οδηγεί ή καθοδηγεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἡγέτης (πρβλ. αρχ-ηγέτης, ιππ-ηγέτης)].