πολλοποιός
English (LSJ)
ον, A creating plurality, Dam.Pr.34, al.
Greek Monolingual
-όν, Μ
αυτός που δημιουργεί πλειονότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + -ποιός (< ποιῶ)].
ον, A creating plurality, Dam.Pr.34, al.
-όν, Μ
αυτός που δημιουργεί πλειονότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + -ποιός (< ποιῶ)].