πολεμώνιον
English (LSJ)
τό, name of a plant, A Hypericum olympicum, Dsc.4.8. 2 ἡ πολεμώνιος βοτάνη horsemint, Mentha longifolia, Hippiatr. 32; called πολεμώνιον, τό, ibid.; πολεμωνία βοτάνη ib.86.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμώνιον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, Διοσκ. 4. 8. (9).
Greek Monolingual
το, Α
βλ. πολεμόνιο.