προανακλίνω

Revision as of 18:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A push back first, πυλίδα Procop.Goth.2.13.

Greek Monolingual

Α
ωθώ κάτι προς τα πίσω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνακλίνω «έχω κλίση προς τα πάνω, ωθώ προς τα πίσω»].