ἡ, A great-grandmother, Ph.2.565, 588, IG14.756a, Gloss.
[Seite 733] ἡ, Urgroßmutter, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 1053.
προμάμμη: ἡ, μήτηρ μάμμης, Φίλων 2. 565, 588, Συλλ. Ἐπιγρ. 5799.
η, ΝΑ μάμμηπρογιαγιά.