προκυμία

Revision as of 19:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, (κῦμα)    A breakwater, J.BJ1.21.6; prob. for προκυμάτια (sic) in Id.AJ15.9.6.

Greek (Liddell-Scott)

προκυμία: (διάφ. γραφ. προκυμαία), ἡ, (κῦμα) προτείχισμα πρὸς ἀνακοπὴν τῶν κυμάτων, «μῶλος», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 6· οὕτως ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 9, 7, διορθωτέον προκυμία ἀντὶ προκυματία.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. προκυμαία.