πρωτόσφακτος

Revision as of 21:23, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A slaughtered first, Lyc.329.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst geschlachtet, gemordet, Lycophr. 329.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόσφακτος: -ον, ὁ πρῶτος σφαχθείς, Λυκόφρ. 329.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σφάχθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό-σφαχτος].