πρόσπνευμα
English (LSJ)
ατος, τό, A inspiration, Plb.Fr.202.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσπνευμα: τό, ὁρμή, θυμός, ὀργή, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. πνεύσας, ἔνθα «προσπνεύματι = ὀργίλως».
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, Α προσπνέω
ενθουσιασμός, ορμή.