πρόσκολλος
English (LSJ)
Dor. ποτίκ-, ον, A glued or sticking to, Pi.Fr.241; πρόσκολλος τῷ βατανίῳ Zos.Alch.p.222 B.
German (Pape)
[Seite 770] dor. ποτίκολλος, = προσκολλητός, Pind. frg. 280, ποτίκολλον ἅτε ξύλον ξύλῳ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκολλος: Δωρικ. ποτίκ-, ον, = προσκολλητός, Πινδ. Ἀποσπ. 280.
Greek Monolingual
-ον, Α
προσκολλητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά-κολλος].
Russian (Dvoretsky)
πρόσκολλος: дор. ποτίκολλος 2 приклеенный (ἅτε ξύλον πὰρ ξύλῳ Pind.).