σιδηρόπλοκος

Revision as of 22:08, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A plaited of iron, Hld.9.15.

German (Pape)

[Seite 879] aus Eisen geflochten, Heliod. 9, 15.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόπλοκος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου πλεχθείς, Ἡλιόδ. 9. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α
πλεγμένος με σίδηρο («σκέπασμα σιδηρόπλοκον», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. χρυσεό-πλοκος].