στραγγεῖον

Revision as of 23:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A medicine-dropper, Alex.Aphr.Pr.2.59.

German (Pape)

[Seite 950] τό, wundärztliches Werkzeug, Blut auszuziehen, gew. σικύα, Schröpfkopf, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγεῖον: τό, χειρουργικὸν ὄργανον δι’ οὗ ἀπομυζᾶται αἷμα ὡς διὰ σικύας («βεντούζας»), Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 59· πρβλ. σικύα.

Greek Monolingual

τὸ, Α στράγξ, -γγός]
σταγονόμετρο.