στῖον

Revision as of 23:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. στία.

German (Pape)

[Seite 944] τό, = στία.

Greek (Liddell-Scott)

στῖον: τό, ἴδε στία.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η στία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του στία ()].