συμπεριλύω

Revision as of 23:31, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A release, dub.l. in POxy.259.25 (i A.D.).

Greek Monolingual

Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).

Greek Monolingual

Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).