συμπερικομίζω

Revision as of 23:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A convey round with, IG11(2).165.6 (Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.

Greek Monolingual

Α περικομίζω
περιφέρω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο.