συνταρρόομαι

Revision as of 08:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass.,    A to be full ofinterlacing roots, ὥστε συνταρροῦσθαι τὰ χωρία Thphr.CP3.7.7.

Greek (Liddell-Scott)

συνταρρόομαι: Παθ., πληροῦμαι συμπεπλεγμένων ῥιζῶν, ὥστε συνταρροῦσθαι (κοινῶς φέρεται συνταράττεσθαι) τὰ χωρία Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 7.