ταταλίζω

Revision as of 08:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A call by pet name (cf. τατί), coax, Herod.1.60, 6.77.

Greek Monolingual

Α
φωνάζω κάποιον με χαϊδευτικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τατᾶ, πιθ. αναλογικά κατά τα ρ. σε -αλ-ίζω (πρβλ. βαυκαλίζω)].