τιμάξιος

Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A worthy of honour: Sup. -ώτατος, as a title, POxy. 943.9 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιοσέβαστος
2. (κυρίως το αρσ. του υπερθ. βαθμού) τιμαξιώτατος
τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἄξιος.