τοσαυταπλάσιος

Revision as of 09:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[πλᾰ], α, ον,    A so many fold, so many times or so much more, corresponding to relat. ὁσαπλάσιος, Id.Pr. 917b23, 929b14; the same multiple as, Euc.5.1, Archim.Sph.Cyl.1.2, etc.:—also τοσαυτα-πλᾰσίων, ον, gen. ονος, Id.Aequil. 1.6, al., Theo Sm. P.76H.

German (Pape)

[Seite 1130] so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τοσαυτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, τοσάκις πολλαπλάσιος, τοσάκις πλειότερος ἢ μεγαλύτερος, ἀνταποδιδόμενον πρὸς τὸ ὁσαπλάσιος, Ἀριστ. Πρβλ. 19. 2.

Greek Monolingual

-ασία, -ον, Α
1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος
2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. της αντων. τοσοῦτος + -πλάσιος].

Russian (Dvoretsky)

τοσαυταπλάσιος: (λᾰ) во столько раз больший: τ. ὅσοςἀριθμός Arst. пропорциональный числу.