τροχή
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
τροχή: ἡ, = τρόχος, δρόμος, ἴδε ἐν λ. προσαυρίζω, «προσαυρίζουσα χερσαία τροχή· ὑπὸ τῆς αὔρας νοτὶς προσπίπτουσα τῇ τροχῇ. δύναται δὲ οἷον καταλαμβάνουσα· ἐπαυρεῖν γὰρ τὸ καταλαμβάνειν καὶ ἐπιτυγχάνειν» Ἡσύχ. ἐν λ. προσαυρίζουσα...
Greek Monolingual
ἡ, Α
δρόμος, τρόχος (II).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ή (πρβλ. τροπ-ή, τροφ-ή)].