τυμπανίτης

Revision as of 09:18, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,    A = τυμπανίας 1, Cels.3.21.2, Gal.14.746, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τυμπανίας, Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε τυμπανίας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τυμπανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης].