φλέδων
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (φλέω) A idle talker, babbler, Timo 28 (pl.), 37; of a woman, A.Ag.1195. II φλεδών, όνος, ἡ, idle talk, Anon. ap.Gal.16.733 (pl.), Plu.2.420c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1291] ονος, u. φλεδών, ῶνος, ὁ, ein unnützer Schwätzer; auch fem., Aesch. Ag. 1168; D. L. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
φλέδων: -ονος, ὁ, ἡ, (φλέω) φλύαρος, λάλος, Τίμων παρὰ Διογέν. Λαερτ. 6. 18· ἐν τῇ γεν. πληθ. -δόνων· ἐπὶ γυναικός, ψευδόμαντίς εἰμι θυροκόπος φλέδων; Αἰσχύλ. Ἀγ. 1195. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φλέδων, ὁ ἀλαζών, εὐήθης». ΙΙ. φλεδών, όνος, ἡ, ματαιολογία, φλυαρία, Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 462F, Πλουτ. 2. 420Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 127.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
bavard.
Étymologie: φλέω.
Greek Monolingual
-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. φλύαρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀλαζών, εὐήθης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φλέδ-ων ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhled- «αναβλύζω», η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με οδοντικό -d-, μορφή της ρίζας bhel- «φυσώ, φουσκώνω, πρήζομαι, αναβλύζω» (βλ.και λ. φλέω, φλύω) και η οποία έχει χρησιμοποιηθεί μτφ. για να δηλώσει τη φλυαρία, την κενολογία (πρβλ. και τις σχετικές σημ. τών τ. φλέω, φλήναφος, φλύω). Σ' αυτήν τη μορφή της ρίζας ανάγονται πιθ. και οι τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), παφλάζω. Η άποψη κατά την οποία το -δ- του τ. φλέ-δ-ων δεν ανήκει στη ρίζα, αλλά στο επίθημα (πρβλ. το επίθημα -δών σε τ. όπως σηπ-ε-δών, τυφ-ε-δών κ.λπ., το οποίο, σύμφωνα με την άποψη αυτή, μπορεί να αναγνωρισθεί στον τ. φλε-δών), προσκρούει στην παρουσία του οδοντικού και στον τ. φληδῶ και πιθ. στον τ. φλαδεῖν (βλ. λ. φλάζω), όπου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως στοιχείο του επιθήματος].
Greek Monotonic
φλέδων: -ονος, ὁ, ἡ (φλέω), φλύαρος, λέγεται για γυναίκα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φλέδων: ονος ὁ и ἡ пустомеля Aesch., Diog. L.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
φλέδων: -ονος
{phlédōn}
Grammar: m. f.
Meaning: ‘Schwätzer(in)’ (A. Ag. 1195, Timo); φλεδόνες f. pl. Geschwätz (Plu., Anon. ap. Gal.).
Derivative: Davon φλεδονώδης geschwätzig (Hp. [codd. φλεβο(δο)νώδης], Erot.), -εῖ· ἀναισθητεῖ, φλυαρεῖ H., -εύομαι, -εύω ib. (H., EM) mit -εία (EM).
Etymology : Das Nomen act. wie σπαδών, πρηδών u.a.; dazu das Nom. ag. wie σπάδων, τέκτων, γείτων u.a. (vgl. Schwyzer 530). Dazu mit Dehnstufe φληδῶντα· ληροῦντα H. Expressives Wort; am ehesten zu φλέω mit δον-Suffix. Daneben aber mit α-Vokal παφλάζω (s.d.) mit παφλάσματα auch schwülstige Worte; vgl. noch φληναφάω. Genealogie somit etwas zweifelhaft, was den Wert außergriechischer Vergleiche stark beeinträchtigt: zu toch. B plāce, A plāc Rede, Gespräch, Wort aus idg. *bhlōd-en- (v. Windekens Orbis 11, 180; 15, 259 u. 439); zu aksl. blędǫ, blęsti irren, schwatzen (Machek Studia in hon. Dečev 53 f.; anders darüber Vasmer s. bl’ady); φληδῶντα zu ags. blætan, ahd. blāzan blöken (Holthausen KZ 47, 310). Vgl. WP. 2, 216, Pok. 155.
Page 2,1024-1025