χαλαίπους

Revision as of 10:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—   A with loose, trailing feet, halting, Ἥφαιστος Nic.Th.458; vv.ll. χωλοίπους, κυλλόπους.

German (Pape)

[Seite 1326] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v. l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαίπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, Ἥφαιστος Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.

Greek Monolingual

-ουν, Α
αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί-πους].