φυτών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A place planted, esp. vineyard, Hdn.Epim.146.
German (Pape)
[Seite 1320] ῶνος, ὁ, ein mit Gewächsen, Bäumen oder Weinstöcken bepflanzter Ort, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτών: -ῶνος, ὁ, τόπος πεφυτευμένος, μάλιστα δι’ ἀμπέλων, ἀμπελών, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 146.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ-όν + επίθημα -ών (πρβλ. ξεν-ών)].