ἀμφιπερικτίονες
English (LSJ)
ων, οἱ, A dwellers all around, Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.
German (Pape)
[Seite 141] οἱ, die ringsumher Wohnenden, Theogn. 1024.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπερικτίονες: -ων, οἱ, οἱ περιοικοῦντες, Καλλῖν. 1. 2, Θέογν. 1058· πρβλ. ἀμφικτίονες, περικτίονες.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
pueblos asentados en torno, vecinos Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.
Greek Monolingual
ἀμφιπερικτίονες, οι (Α)
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω
πρβλ. και ἀμφυκτίονες].