ἀνεξέργαστος

Revision as of 13:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A not worked out, unfinished, Luc. Fug.21, Gal.Nat.Fac.2.3.

German (Pape)

[Seite 223] unvollendet, Luc. Fugit. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inachevé.
Étymologie: ἀ, ἐξεργάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον no acabado τὸ ἔργον Luc.Fug.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέργαστος, -ον)
νεοελλ.
ο ανεπεξέργαστος
αρχ.
ο ατελής, ο μισοτελειωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεξέργαστος: -ον (ἐξεργάζομαι), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξέργαστος: не доведенный до конца, незаконченный (ἔργον Luc.).

Middle Liddell

ἐξεργάζομαι
unfinished, Luc.