ἀπαραλόγιστος
English (LSJ)
ον, A not to be deceived, τῶν καθηκόντων τήρησις Hierocl.in CA10p.437M.; not liable to error, Nicom.Harm.6. Adv. -τως undoubtedly, Ruf. ap. Orib.45.30.55. II Act., not deceiving, Hsch. s.v. ἀπαράσημον.
German (Pape)
[Seite 279] nicht zu täuschen, Aesop. 16; nicht täuschend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραλόγιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀπατήσῃ, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 115. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀποστ. Διατ. 2. 25, σ. 240, 31. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἀπατῶν, Κύριλλ. 98D, «ἀπαραλόγιστον· ἀψευδές, ἀληθὲς» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no puede ser engañado πῶς ἂν ἀ. εἴη; ¿cómo podría no ser engañado? Aristeas 275, del daimon particular, Arr.Epict.1.14.12, τὸ θεῖον Aesop.36.3, de Dios Const.App.8.11.6, τῶν καθηκόντων ... τήρησις Hierocl.in CA 10.22.
2 que no se equivoca, infalible ἀπαραλόγιστος ἡ τοῦ θεοῦ ψῆφος εἰς τὸ δικαιότατον κρῖμα Clem.Al.Strom.7.3.20, δικαστής Basil.M.31.296B.
II no engañoso Hsch.s.u. ἀπαράσημον.
III adv. -ως sin posibilidad de error Ruf. en Orib.45.30.55, Const.App.2.25.13.
Greek Monolingual
ἀπαραλόγιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να τον εξαπατήσει κάποιος.