ἀπεῖδον

Revision as of 14:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

inf. ἀπῐδεῖν, aor. 2 with no pres. in use, ἀφοράω being used instead:—   A look away from other things at, and so simply, look at, πρός or ἔς τι Th.7.71, Luc.DMar.9.2, al.; πόρρωθεν ἀπιδεῖν Timocl. 21.    II look away from, and so, despise, Plu.2.1070f (dub.l.). (In later Greek ἀφ-, ἀφίδω Ep.Phil.2.23.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεῖδον: ἀπαρ. ἀπῐδεῖν, ἀόρ. β΄. ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἀφοράω: στρέφω τὸ βλέμμα μου πρός τι, ἀπιδεῖν ἔς τι ἢ πρός τι Θουκ. 7. 71· πόρρωθεν ἀπιδὼν Τιμοκλ. ἐν «Λήθῃ» 1. 6. ΙΙ. βλέπω ἀλλαχόσε, ἀποστρέφω τὰ βλέμματά μου ἀπό τινος, περιφρονῶ, Πλούτ. 2. 1070F.

French (Bailly abrégé)

ao.2 de ἀφοράω.

Spanish (DGE)

v. ἀφοράω.

English (Thayer)

(ἀφειδον) equivalent to ἀπεῖδον, which see Cf. Buttmann, 7; Mullach, p. 22; Winer s Grammar, 45 (44); (Tdf. Proleg., p. 91f, the Sept. edition 4Proleg., p. xxxiii.; Scrivener s edition of manuscript Cantabr. Introduction, p. 47: (11); especially WH s Appendix, p. 143f, Meisterhans, § 20, and Lightfoot on Curtius, p. 687f).

Greek Monotonic

ἀπεῖδον: απαρ. -ῐδεῖν, αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, αντί του οποίου χρησιμοποιείται το ἀφοράω· στρέφω αλλού το βλέμμα μου, αποστρέφω το βλέμμα μου από κάτι, περιφρονώ· και ομοίως, απλώς, κοιτάζω, στρέφω το βλέμμα μου, ἔς ή πρός τι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεῖδον: aor. 2 к ἀφοράω.

Middle Liddell


to look away from other things at a thing, and so simply to look at, ἔς or πρός τι Thuc.