ἀποκυβιστάω
English (LSJ)
A plunge headlong off a place, εἰς ὕδωρ Clearch.73 (dub.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῠβιστάω: ἀπό τινος τόπου πηδῶ κατακέφαλα, εἰς ὕδωρ Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 332E.
Spanish (DGE)
(ἀποκῠβιστάω) 1 precipitarseεἰς ὕδωρ Clearch.101.
2 fig. escapar de, negarse a τὴν δόσιν Pherecr.136.