ον, A separated, ἀπ' ἀλλήλων prob.l.in Theag. ap. Stob.3.1.117.
ἀπόσπαστος: -ον, ἀπεσπασμένος, κεχωρισμένος, ἀπ᾿ ἀλλήλων διαφ. γραφ. παρὰ Στοβ. 8. 43.
-ον
separado ἀπ' ἀλλάλων Theag.p.190, ἡ κεφαλὴ τοῦ λοιποῦ σώματος pap. mit. en Ph.W.47.1927.1469.