ἐκβιαστικός

Revision as of 17:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A oppressive, tyrannical, Ptol.Tetr.155 (s.v.l.); cf. ἐκβιβ-.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβιαστή ή στον εκβιασμό («εκβιαστικά μέσα»).