ἐκβρασμός
English (LSJ)
ὁ, = foreg. II, Suid. and Phot. A s.v. πομφόλυξ. II trembling, shaking, LXXNa.2.10(11); confusion, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβρασμός: ὁ, = ἔκβρασις, «ἐκβρασμός, ἔκζεσις, ταραχή, θόρυβος, ταραγμός» Ἡσύχ., πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει πομφόλυξ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 temblor, agitación LXX Na.2.11, Lyd.Ost.28.
2 bullicio, alboroto Hsch.
3 borboteo Sud.s.u. πομφόλυξ, Phot.s.u. πομφόλυξ, ἐ.· ἔκζεσις Hsch. (pero quizá erupción cutánea).