ἐνθεναρίζω
English (LSJ)
(θέναρ) A = ἐγχειρέω, Hsch.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεναρίζω: ἐγχειρίζω, «ἐνθεναρίζει· ἐγχειρεῖ ἐγχειρίζει;» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
poner en la mano Hsch., cf. θέναρ.
(θέναρ) A = ἐγχειρέω, Hsch.
ἐνθεναρίζω: ἐγχειρίζω, «ἐνθεναρίζει· ἐγχειρεῖ ἐγχειρίζει;» Ἡσύχ.
poner en la mano Hsch., cf. θέναρ.