ἐξάμειψις

Revision as of 18:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,    A alternation, Plu.2.426d (pl.).

German (Pape)

[Seite 867] ἡ, Vertauschung, Veränderung, αἱ κατ' οὐρανὸν καὶ περίοδοι, Wechsel, Plut. defect. orac. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάμειψις: -εως, ἡ, ἀλλαγή, μεταβολή, ταῖς κατ’ οὐρανὸν ἐξαμείψεσι Πλούτ. 2. 426D·

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
changements successifs, évolution périodique.
Étymologie: ἐξαμείβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
alternanciade los cuerpos celestes τῶν φαινομένων ... ταῖς κατ' οὐρανὸν ἐξαμείψεσι καὶ περιόδοις Plu.2.426d.

Greek Monolingual

ἐξάμειψις, η (Α) εξαμείβω
αλλαγή, μεταβολή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάμειψις: εως ἡ смена, чередование (αἱ κατ᾽ οὐρανὸν ἐξαμείψεις Plut.).