ἐπιξέω
English (LSJ)
A scrape or graze on the surface, Hp.VC14 (v.l. for ἐπιξύω), Aret.CD1.2; ἅλμασιν ἀκρωνύχοις τὴν πέτραν Hld.5.14: metaph., polish a poem, Vit.Apollon.Rhod.
German (Pape)
[Seite 967] (s. ξέω), die Oberfläche ritzen, obenauf kratzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιξέω: ξέω ἢ ξαίνω ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
(Α ἐπιξέω) ξέω
ξύνω ελαφρά την επιφάνεια ενός αντικειμένου, γρατζουνίζω
αρχ.
μτφ. χτενίζω, καλλωπίζω.