ἰθυφάνεια

Revision as of 23:34, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ,    A direct incidence of light, κατ' ἰθυφάνειαν Damian.Opt.12:—Adj. ἰθυ-φᾰνής, ές, in phrase κατ' ἰθυφανές,= κατ' ἰθυφάνειαν, ibid.

German (Pape)

[Seite 1246] ἡ, das Gradhineinscheinen des Lichtes, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθῠφάνεια: ἡ, ἡ κατ’ εὐθεῖαν πρόσπτωσιςλάμψις τοῦ φωτός, Ἡλιοδ. Ὀπτ.

Greek Monolingual

ἰθυφάνεια, ἡ (Α) ιθυφανής
η κατευθείαν λάμψη του ηλίου.