ὀνοθήρας

Revision as of 00:08, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, and ὀνό-θουρις, ἡ,    A oleander, Nerium Oleander, Thphr.HP9.19.1, Dsc.4.117.

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, zw. L. für οἰνοθήρας.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].