ὀρνιθογνώμων

Revision as of 07:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A knowing in birds, Ael.NA 16.2.

German (Pape)

[Seite 383] sich auf Vögel verstehend, Ael. H. A. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθογνώμων: -ον, ὁ γινώσκων τὰ περὶ ὀρνίθων, πτηνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 16. 2.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui se connaît en oiseaux.
Étymologie: ὄρνις, γνώμη.

Greek Monolingual

ὀρνιθογνώμων, -ον (Α)
ο γνώστης θεμάτων σχετικών με τα πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ιππο-γνώμων.