ὑπαντάω

Revision as of 08:23, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ion. ὑπαντ-έω APl.4.101: fut.    A -ήσομαι J.AJ1.20.1, A.D. Synt.149.15, S.E.M.10.61: aor. -ήντησα Plu.Arat.34, Dor. -άντᾱσα Pi.P.8.59:—come or go to meet, either as a friend, X.Cyr.3.3.2; or in arms, ib.1.4.22, 4.2.17; εἰς τὰς ὁδοὺς ὑ. Hyp.Eux.22, cf. SIG798.21 (Cyzicus, i A. D.); ὑ. τινί Pi. l. c., X.Cyr.6.3.15, Ev.Matt.8.28, etc.; ὑ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Plu. l. c.; πρὸς τὸ [βῆμα] POxy.1630.15 (iii A. D.): also c. gen., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑ. S.Ph.719 (anap., s. v. l.): —in App.BC5.45, the acc. ὄντα (sic codd., ὄντι Schweigh., Mendelss.) refers to σε κατιόντα ὁρῶν just before:—later in Med., ὑπαντώμενος αὐτοῖς Hdn.2.5.5, cf. 3.11.3, 5.4.5, etc.    2 meet, encounter, of a heavenly body, Ptol.Tetr.132.    II metaph., meet, i. e. agree to, ταῖς τιμαῖς Posidon.36 J.; present oneself at, τῇ ἀποδόσει Sammelb. 6.23 (iii A. D.); πρὸς τὴν ἀπόδοσιν BGU614.23 (iii A.D.).    2 meet, i.e. reply or object to, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι E.Supp.398 (s. v.l., v. ὕπαντα) ; πρός τινα or τι S.E.M.10.105, etc.; πρός τι ὑ. ὡς . . A.D. Synt.265.4: abs., εὐαρεστήσεως ὑπαντησομένης come in response, ensue, Herod.Med.in Rh.Mus.58.85, cf. 100.    3 occur to one, τῷ ῥήτορι Longin.16.4.    4 fall in with, ἀνωμαλίᾳ S.E.M.1.6; correspond with, A.D.Conj.232.23.

German (Pape)

[Seite 1182] entgegenkommen od. -gehen, begegnen; τινί, ὑπάντασέ τ' ἰόντι Pind. P. 8, 59; τινός, Soph. Phil. 710; übertr., erwidern, einwenden, ὑπαντᾷ τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν, Eur. Suppl. 398; absol., Xen. Cyr. 4, 2, 17 u. öfter. – Bei Sp., wie Hdn., auch im med., in derselben Bdtg, vgl. Lob. Phryn. 288.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαντάω: Ἰων. -έω· μέλλ. -ήσομαι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 61· ἀόρ. -ήντησα. Ἔρχομαι ἢ ὑπάγω εἰς ὑπάντησίν τινος εἴτε ὡς φίλος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 2· εἴτε ὡς πολέμιος, αὐτόθι 1. 4, 22., 4. 2, 17· ὑπ. εἰς τὰς ὁδοὺς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππου 34· ‒- ὑπ. τινι Πινδ. Π. 8. 84, Ξεν., κλπ.· ὑπ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Πλουτ. Ἄρατ. 34· -‒ ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑπ. Σοφ. Φιλ. 719· -‒ ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 45, ἡ αἰτ. ὄντα (ἂν τηρηθῇ ἡ γραφὴ αὕτη, ‒ ἕτεροι ὄντι) ἀναφέρεται εἰς τὸ ὀλίγον ἀνωτέρω σε κατιόντα ὁρῶν· -‒ παρὰ μεταγεν. καὶ ἐν τῷ μέσῳ, ὑπαντώμενος αὐτοῖς Ἡρῳδιαν. 2. 5, πρβλ. 3. 11., 5. 4, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., συναντῶ, δηλ. συμφωνῶ εἴς τι, ταῖς τιμαῖς Ποσειδών. παρ᾿ Ἀθην. 213Β. 2) ἀποκρίνομαι ἢ φέρω ἀντίρρησιν, ἀντιλέγω, τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι Εὐρ. Ἱκέτ. 398· πρός τινα ἢ τι Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 10. 105, κλπ. 3) ἐπέρχομαι εἴς τινα, εἰς τὸν νοῦν τινος, τῷ ῥήτορι Λογγῖνος 16. 4. 4) συναντῶ, τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 68.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὑπαντήσομαι, ao. ὑπήντησα, etc.
1 aller à la rencontre de, rencontrer : τινι, τινος qqn;
2 avec idée d’hostilité marcher à la rencontre de.
Étymologie: ὑπό, ἀντάω.

English (Slater)

ὑπαντάω
   1 meet c. dat. ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ (sc. Ἀλκμᾶνα), γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντᾶσεν ἰόντι (byz.: ὑπαντίασεν codd.) (P. 8.59)

English (Strong)

from ὑπό and a derivative of ἀντί; to go opposite (meet) under (quietly), i.e. to encounter, fall in with: (go to) meet.

English (Thayer)

ὑπάντω: 1st aorist ὑπήντησα; to go to meet, to meet: τίνι, L T Tr WH in T Tr WH in T in WH marginal reading but without the dative)); in a military reference, of a hostile meeting: L T Tr WH. (Pindar, Sophocles, Euripides, Xenophon, Josephus, Plutarch, Herodian, others.)

Greek Monotonic

ὑπαντάω: Ιων. -έω· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ -ήντησα·
I. έρχομαι ή πηγαίνω να συναντήσω κάποιον είτε σαν φίλος είτε σαν εχθρός, τινί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Σοφ.
II. μεταφ., συναντώ, απαντώ, αποκρίνομαι σε ή αντιλέγω, αντιτίθεμαι σε, τινί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαντάω: (fut. ὑπαντήσομαι, aor. ὑπήντησα - дор. ὑπάντᾱσα)
1) идти навстречу (τινι Pind., Xen. и τινος Soph.);
2) спешить на помощь (τῇ πόλει Plut.);
3) воен. нападать, атаковать (οἱ πολέμιοι ὑπαντῶντες Xen.);
4) упреждать, предупреждать, предвосхищать (ὑ. τοῖς βουλεύμασί τινος Eur.);
5) возражать (πρός τι Sext.).

Middle Liddell

ionic -έω fut. -ήσομαι aor1 -ήντησα
I. to come or go to meet, either as a friend or in arms, τινί Xen., etc.:—also c. gen., Soph.
II. metaph. to meet, reply or object to, τινί Eur.

Chinese

原文音譯:Øpant£w 虛普-安他哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:下到-交換
字義溯源:迎接,迎著,遇見,相對;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἀντί)*=相對)組成。參讀 (ἀπαντάω)同義字
出現次數:總共(5);太(1);路(1);約(3)
譯字彙編
1) 迎接(2) 約11:30; 約12:18;
2) 去迎接(1) 約11:20;
3) 遇見(1) 路8:27;
4) 迎著(1) 太8:28