καρκινάς

Revision as of 15:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

άδος, ἡ, Dim. of    A καρκίνος 1, Gal.6.717, Ael.NA7.31, Artem.2.14, Opp.C.2.286, H.1.320.

German (Pape)

[Seite 1327] άδος, ἡ, dim. von καρκίνος; Opp. Cyn. 2, 286 Hal. 1, 320; Ael. H. N. 6, 28. 7, 31.

Greek (Liddell-Scott)

καρκῐνάς: -άδος, ὑποκορ. τοῦ καρκίνος, Ὀππ. Κυν. 2. 286, Ἁλ. 1. 320.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
petit crabe, poisson.
Étymologie: καρκίνος.

Greek Monolingual

καρκινάς, -άδος, ἡ (Α) καρκίνος
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.