Κατακεκαυμένη
English (LSJ)
ἡ, A v. κατακαίω:—hence κατακεκαυμενίτης οἶνος, wine from that district, Str.13.4.11.
Greek Monolingual
Κατακεκαυμένη, ἡ (Α)
βλ. κατακαίω.
ἡ, A v. κατακαίω:—hence κατακεκαυμενίτης οἶνος, wine from that district, Str.13.4.11.
Κατακεκαυμένη, ἡ (Α)
βλ. κατακαίω.