αἰθαλόεις

Revision as of 19:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

όεσσα, όεν, contr. αἰθᾰλοῦς, οῦσσα, οῦν: (αἴθαλος):—poet. Adj. A smoky, sooty, μέλαθρον Il.2.415, cf. Theoc.13.13; κόνις αἰ. black ashes that are burnt out, Il.18.23, Od.24.316. II burning, blazing, κεραυνός Hes.Th.72, cf. E.Ph.183 (lyr.); φλόξ A. Pr.992. 2 burnt-coloured, i.e. dark-brown, Σάϊς Nic.Th.566; ῥώξ ib.716.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, συνῃρ. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν, (αἴθαλος). Ποιητ. ἐπίθ., = αἰθαλώδης, πλήρης αἰθάλης, «καπνιᾶς», μέλαθρον, Ἰλ. Β. 415, πρβλ. Θεοκρ. 13. 13· κόνις αἰθ., μέλαινα ἐξ αἰθάλης σποδός, Ἰλ. Σ. 23. Ὀδ. Ω. 316. ΙΙ. φλογερός, καίων, κεραυνός, Ἡσ. Θ. 72· φλόξ, Αἰσχύλ. Πρ. 992. 2) ἔχων τὸ χρῶμα κεκαυμένου πράγματος, ὅ ἐ. κεραμόχρους ἢ ἐρυθρόφαιος, Νικ Θ. 566.

French (Bailly abrégé)

οῦς, όεσσα-οῦσσα, όεν-οῦν;
1 noirci par le feu, enfumé, noirâtre;
2 qui brûle, qui consume.
Étymologie: αἴθω.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (αἴθω): smoky, sooty; μέλαθρον, μέγαρον, Il. 2.415, Od. 22.239; κόνις, ‘grimydust (opp. πολιός), Od. 24.316, Il. 18.23.

Spanish (DGE)

(αἰθᾰλόεις) -εσσα, -εν

• Alolema(s): contr. -οῦς, -οῦσσα, -οῦν
I 1ahumado, ennegrecido por el humo μέλαθρον Il.2.415, μέγαρον Od.22.239, πέτευρον Theoc.13.13, βωμοῖο θέμεθλα A.R.4.118, σποδός Certamen 9, καπνοῖο στροφάλιγγες A.R.4.139, κόνις αἰ. cenizas, Il.18.23, Od.24.316, καῦμα αἰθαλόεν calor del sol que broncea la piel (pero cf. II) Nonn.D.48.303.
2 negruzco, oscuro de la uva ῥώξ Nic.Th.716, Σάις αἰ. Sais la oscura e.d. rodeada de tierras negras Nic.Th.566, ἰχθύες Nonn.D.23.268.
II fulminador, abrasador κεραυνός Hes.Th.72, 854, Fr.30.18, φλόξ A.Pr.992, cf. E.Ph.183, πυρὸς μένος Tim.15.184, αἰχμή Nonn.D.36.88.

Greek Monotonic

αἰθᾰλόεις: -όεσσα, -όεν, συνηρ. αἰθαλοῦς, -οῦσσα, -οῦν (αἴθαλος),
I. καπνώδης, γεμάτος από καπνούς, καπνισμένος, γεμάτος από καπνιά, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· κόνις αἰθαλόεσσα, μαύρη από στάχτες, σε Όμηρ.
II. φλογερός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰθᾰλόεις: όεσσα, όεν, стяж. αἰθαλοῦς, οῦσσα, οῦν
1) покрытый копотью, закопченный (μέλαθρον Hom.; πέτευρον Theocr.): κόνις αἰθαλόεσσα Hom. пепел, зола;
2) пылающий, горячий (κεραυνός Hes.; φλόξ Aesch.; κεραύνιον πῦρ Eur.).

Middle Liddell

αἴθαλος
I. smoky, sooty, Il., Theocr.; κόνις αἰθ. black ashes that are burnt out, Hom.
II. burning, Hes., Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθαλόεις -όεσσα -όεν, contr. αἰθαλοῦς -οῦσσα -οῦν αἰθάλη
1. door rook zwart geworden, zwart van het roet :. ἀ. μέγαρον zaal Od. 22.239; κόνιν αἰθαλόεσσαν zwarte as Il. 18.23.
2. brandend, vlammend :. ἀ. κεραυνός bliksem Hes. Th. 72.