αἰθριάω

Revision as of 19:47, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A expose to the air, cool, αἰθριήσας Hp.Morb.3.17; cf.αἰθριάζω. II intr., clear up, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.45.9.

Greek (Liddell-Scott)

αἰθριάω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ψυχραίνω, αἰθριήσας, Ἱππ. 497. ἐν τέλ. ἀλλ’ ἀμέσως κατωτέρω ᾐθριασμένα (ἐκ τοῦ αἰθριάζω). ΙΙ. ἀμετάβ. εἶμαι ἢ γίνομαι ἀνέφελος, καθαρός, ἐπὶ τοῦ στερεώματος, ὡς δ’ ᾐθρίᾱσε, Βαβρ. 45. 9 (Meineke ᾐθρίαζε).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exposer en plein air, à la fraîcheur.
Étymologie: αἰθρία.

Spanish (DGE)

pasar la noche al relente, dormir a la intemperie, Eleg.Alex.Adesp.SHell.958.17 (cj. en ap.crít.).

Greek Monotonic

αἰθριάω: αμτβ., γίνομαι ανέφελος, καθαρός, λέγεται για τον ουρανό· ὡς δ' ᾐθρίᾱσε, σε Βάβρ.

Middle Liddell


to be clear, of the sky, ὡς δ' ᾐθρίᾱσε Babr.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰθριάω en αἰθριάζω αἰθρία aan de open lucht blootstellen, luchten.