αὐτολεξεί

Revision as of 20:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

Adv. A with the very words, in express words, Ph.2.597.

German (Pape)

[Seite 398] mit den nämlichen Worten, Wort für Wort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτολεξεί: ἐπίρρ. , αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου αὐτοῦ λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτολεξεί, Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.

Spanish (DGE)

adv. con las mismas palabras διερμηνεύειν αὐ. explicarlo con las mismas palabras Ph.2.597, cf. Olymp.Iob 16.9.

Greek Monolingual

(AM αὐτολεξεί) επίρρ.
με τα ίδια ακριβώς λόγια, κατά λέξη.