βραχυτελής

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ές, A ending shortly, brief, LXX Wi.15.9.

German (Pape)

[Seite 463] ές, kurz endigend, kurz, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

βραχυτελής: -ές, ὁ βραχέως, συντόμως τελευτῶν, σύντομος, Ἑβδ. (Σοφ. 15. 9).

Spanish (DGE)

-ές
de rápido fin, breve, βίος LXX Sap.15.9, cf. Hsch., Sud.

Greek Monolingual

βραχυτελής, -ές (AM)
αυτός που τελειώνει σύντομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -τελής < τέλος.