βιοδότης

Revision as of 20:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ου, ὁ, A giver of livelihood, θεός Pl.Lg.921a.

German (Pape)

[Seite 445] θεός, Leben gebend, Plat. Legg. XI, 921 a.

Greek (Liddell-Scott)

βιοδότης: ὁ, ὁ διδοὺς τὴν ζωὴν ἢ τροφήν, θεὸς Πλάτ. Νόμ. 921Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui donne la vie.
Étymologie: βίος, δίδωμι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): -δώτης AP 9.525.3, IUrb.Rom.149.5 (II/III d.C.)
dador de vida θεός Pl.Lg.921a, ref. a Asclepio IUrb.Rom.l.c., a Apolo AP l.c.

Greek Monolingual

βιοδότης, ο (Α)
αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -δοτης < δίδωμι.

Greek Monotonic

βῐοδότης: ὁ, αυτός που παρέχει ζωή ή τροφή, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βιοδότης: дарующий жизнь (θεός Plat.).

Middle Liddell

giver of life or food, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοδότης -ου, ὁ βίος, δίδωμι gever van levensonderhoud.