βροντεῖον
English (LSJ)
τό, A engine for making stage-thunder, Poll.4.130.
German (Pape)
[Seite 464] τό, Donnermaschine auf dem Theater, Poll. 4, 130.
Greek (Liddell-Scott)
βροντεῖον: τό, μηχανὴ πρὸς παραγωγὴν βροντῶν ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ θεάτρου, Πολυδ. Δ΄, 130.
Spanish (DGE)
-ου, τό
aparato para imitar en la escena el ruido del trueno Poll.4.130.
Greek Monolingual
βροντεῑον, το (Α) βροντή
μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου για την παραγωγή βροντής.