γαιονόμος

Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’ , ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.

Russian (Dvoretsky)

γαιονόμος: ὁ обитатель земли Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαιονόμος -ον γαῖα, νέμω inwoner van het land (lyr.).